- τηλικουτοσί
- τηλῐκουτοσί, strengthd. form of τηλικοῦτος, Pherecr.146, Phryn. Com.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τηλικουτοσί — ὁ, Α τόσο μεγάλος στην ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλικοῦτος + επιτ. ί* (πρβλ. ὁδ ι)] … Dictionary of Greek